- κνισάεις
- κνῑςᾱεις1 of burnt sacrifice μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ i. e. for sacrifice O. 7.80 φλὸξ αἰθέρα κνισάεντι λακτίζοισα καπνῷ (Mommsen: κνισᾶντι codd.) I. 4.66
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κνισάεις — κνισάεις, εσσα, εν (Α) (δωρ. τ.) βλ. κνισήεις … Dictionary of Greek